Η εταιρεία Κυρ-Γιάννη ιδρύθηκε το 1997 από το Γιάννη Μπουτάρη, μια από τις πιο ξεχωριστές μορφές στην ελληνική οινοποιία, όταν εκείνος αποχώρησε από τον όμιλο Μπουτάρη, την κορυφαία ελληνική, οικογενειακή εταιρία κρασιού που ο παππούς του δημιούργησε το 1879. Σήμερα, ο Στέλλιος Μπουτάρης, οινοποιός πέμπτης γενιάς, καθοδηγεί την ομάδα της Κυρ-Γιάννη στην επόμενη φάση της εξελικτικής πορείας του Κτήματος, αξιοποιώντας δυναμικά τους βασικούς πυλώνες της φιλοσοφίας Κυρ-Γιάννη: καινοτομία, σεβασμός στην παράδοση και εξειδικευμένη γνώση για το κρασί, από το αμπέλι ως τον τελικό καταναλωτή.
Ισορροπώντας μεταξύ της μακράς οικογενειακής παράδοσης και της χρήσης νέων, καινοτόμων τεχνικών οινοποίησης, στόχος της Κυρ-Γιάννη είναι η παραγωγή κρασιών που θα γοητεύσουν τη γεύση του μοντέρνου καταναλωτή ενώ ταυτόχρονα αντικατοπτρίζουν τις δυνατότητες του ελληνικού αμπελώνα και των γηγενών ποικιλιών, όπως του ευγενούς ερυθρού Ξινόμαυρου. Οι δραστηριότητες του Κτήματος Κυρ-Γιάννη βασίζονται στο σύνολο τους στην εφαρμογή των αρχών της καλλιέργειας ολοκληρωμένης διαχείρισης. Πρόκειται για μια συνειδητή απόφαση διαχείρισης, που οφείλεται στην πρόθεση για προστασία του περιβάλλοντος ως πολύτιμου συστατικού στοιχείου ενός πολιτισμού που σήμερα απειλείται. Η ολοκληρωμένη καλλιέργεια, παράλληλα, διασφαλίζει υψηλή ποιότητα στα προϊόντα που παράγονται στο Κτήμα. Η φροντίδα στο αμπέλι, η αυστηρή διαλογή στο αμπέλι και στο οινοποιείο, η μικροοινοποίηση και το σχολαστικό χαρμάνιασμα, αποτελούν τον πυρήνα των πρακτικών της Κυρ-Γιάννη και προσφέρουν στα κρασιά του κτήματος την τυπικότητα, την δυνατότητα παλαίωσης και την σταθερή ποιότητα σε κάθε σοδειά. Η παραγωγή κρασιού ξεκινά στο αμπέλι. Κάθε κομμάτι των αμπελιών τρυγιέται ξεχωριστά, δυο ή τρεις φορές, ανάλογα με τη φαινολική ωρίμαση των καρπών. Τα σταφύλια οδηγούνται στη συνέχεια στο οινοποιείο, για το δεύτερο στάδιο της διαλογής στη διπλή τράπεζα διαλογής.
Για την Παράγκα, επιλέγονται αμπελοτόπια που παράγουν καρπό κατάλληλο για την παραγωγή αφρώδους κρασιού, λαμβάνοντας υπόψη χαρακτηριστικά όπως ο αλκοολικός βαθμός και η οξύτητα.Οι αμπελώνες βρίσκονται σε υψόμετρο 600 μ. και υπάγονται στον Δήμο Αγ. Παντελεήμονα εντός των ορίων της αμπελουργικής ζώνης ΠΟΠ Αμύνταιο. Η στρεμματική απόδοση του αμπελώνα δεν ξεπερνά τα 800 κιλά ανά στρέμμα. Tα φτωχά και αμμώδη εδάφη προσφέρουν τη δυνατότητα για παραγωγή κρασιών με εξαιρετική φινέτσα και πλούσιο άρωμα. Η περιοχή χαρακτηρίζεται από κρύους χειμώνες και ζεστά καλοκαίρια, ενώ η παρουσία των τεσσάρων λιμνών στην περιοχή συντελεί σε ένα ήπιο ηπειρωτικό κλίμα που ευνοεί την καλλιέργεια της ποικιλίας Ξινόμαυρο.
Το γλεύκος προέρχεται κατά 100% από σταφύλια στα οποία έγινε τρύγος με βάση τον αλκοολικό βαθμό και το σημείο της τεχνολογικής ωριμότητας της ράγας. Για την επίτευξη της επιθυμητής θερμοκρασίας (11-14°C) πριν το πιεστήριο, απαιτείται η παραμονή των τρυγημένων σταφυλιών για 12 ώρες σε θάλαμο πρόψυξης. Μεγάλη σημασία δίνεται κατά την διάρκεια του πιεστηρίου στον μούστο, ο οποίος χωρίζεται σε 3 ποιότητες. Από αυτές κρατάμε για οινοποίηση μόνο τον κορμό. Στο πιεστήριο και στην πρώτη αλκοολική ζύμωση ακολουθούμε την κλασική μέθοδο παραγωγής αφρώδους, ενώ στη συνέχεια, το κρασί μεταφέρεται στις κλειστές δεξαμενές για τη δεύτερη ζύμωση κατά την οποία δημιουργούνται οι φυσαλίδες. Μετά την ολοκλήρωση αυτής της διαδικασίας, το κρασί μένει με τις οινολάσπες για 5 μήνες, ενώ στη συνέχεια εμφιαλώνεται για να παλαιώσει για επιπλέον 5 μήνες στη φιάλη.
Δυνατός και ευχάριστος αφρισμός, αποτελούμενος από φυσαλίδες μικρού μεγέθους, που αναδεικνύει τον αρωματικό χαρακτήρα του κρασιού. Αρώματα βερίκοκου και ροδάκινου από το Chardonnay και νότες λουλουδιών από το Ξινόμαυρο και τον Ροδίτη, συνθέτουν έναν έντονο και πολύπλοκο αρωματικό χαρακτήρα, ο οποίος ισορροπεί με τη φρεσκάδα του κρασιού και τονίζεται από το παρατεταμένο τελείωμα.