Στις αρχές της δεκαετίας του 1970 ξεκίνησε η ενασχόληση του Χρόνη Ιερόπουλου με το αμπέλι και την οινοποίηση. Πήγαινε μαζί με τον παππού του στα αμπέλια τους στη θέση «Μύλος», στην Κορομηλιά Καστοριάς. Εκεί στα 700 μέτρα υψόμετρο ο παππούς του εξηγούσε πώς φροντίζουν το αμπέλι, χωρίς μηχανήματα, με μεθόδους που δεν «ενοχλούν» ούτε το αμπέλι, ούτε καν το χώμα. Λόγω των διαφορετικών του επαγγελματικών υποχρεώσεων ο Χρόνης Ιερόπουλος ταξίδεψε ανά τον κόσμο. Παράλληλα με την βασική του δουλειά αναζητούσε τα καλύτερα κρασιά, επεδίωκε να συναντάει οινοπαραγωγούς και να συζητάει μαζί του, ώστε να γνωρίζει καλύτερα την όλη διαδικασία. Το 2008 είπε να κάνει το όνειρο του πραγματικότητα. Συνδυάζοντας τις αρχές του παππού του με προηγμένες μεθόδους καλλιέργειας και οινοποίησης, αποφασίζει να ιδρύσει ένα πρότυπο οινοποιείο και αμπελώνα. Σκοπός του να παράγει μικρές ποσότητες κρασιού, με εξαιρετική ποιότητα, τέτοια που να αναγνωριστεί διεθνώς.
Οι αμπελώνες βρίσκονται σε δύο ξεχωριστές θέσεις της ζώνης. Ο πρώτος ανήκει στο οινοπέδιο του Κουτσίου, στην τοποθεσία Ντούρμιζα. Φύεται σε υψόμετρο 490 μέτρων έχει βορειοανατολική έκθεση και αντικρίζει την θάλασσα του Κορινθιακού κόλπου. Αυτό έχει σαν αποτέλεσμα τις πολύ ήπιες ημερήσιες θερμοκρασίας κατά τους ζεστούς καλοκαιρινούς μήνες Ιούλιο και Αύγουστο, μαζί με τα δροσερά βράδια, που ευνοούν τον συγχρονισμό της φαινολικής με την σακχαρική ωρίμαση των σταφυλιών.Το έδαφος είναι αργιλοπηλώδες μαργώδες με πολύ καλή δομή λόγω του υψηλού ανθρακικού ασβεστίου, που εφοδιάζει τα πρέμνα, ως ιδανικός ρυθμιστής της υγρασίας, με νερό και θρεπτικά, εμποδίζοντας την ακραία υδατική καταπόνηση στην τελευταία φάση της ωρίμανσης μετά τον περκασμό.
Ο δεύτερος ανήκει στο οινοπέδιο του ορεινού Ασπροκάμπου. Είναι σκαρφαλωμένος σε πλαγιά στα 760 μέτρα με νοτιοανατολική έκθεση. Το υψηλό και λεπτό βλαστικό τοίχος της κόμης των φυτών εκμεταλλεύεται άριστα το φως του ήλιου και εκθέτει τα σταφύλια στις ευεργετικές ακτίνες του. Με αυτό τον τρόπο επιταχύνεται η λόγω υψομέτρου αργή εξέλιξη της σακχαρικής ωρίμανσης. Και εδώ το έδαφος είναι αργιλοπηλώδες με αρκετό ανθρακικό ασβέστιο που παρέχει στα πρέμνα, σε συνδυασμό με την επίδραση του υψομέτρου, συνθήκες ισόρροπης ανάπτυξης και περιβάλλον που ευνοεί την ανάπτυξη υψηλής έντασης αρωματικού και φαινoλικού δυναμικού με ιδιαίτερο χαρακτήρα.
Μεγάλο βάρος δίνεται στην όσο το δυνατόν πιο «φυσική» καλλιέργεια του αμπελώνα. Στόχος είναι η εφαρμογή, των ελάχιστων απαραίτητων εισροών για την κάλυψη των αναγκών θρέψης των φυτών και της προστασίας τους από τα παθογόνα και τους εχθρούς. Αυτό επιτυγχάνεται με τη βοήθεια αναλύσεων εδάφους και ιστών αλλά και με στοιχεία που προκύπτουν από την οργανοληπτική δοκιμασία του κρασιού που παράγεται από το κάθε αμπελοτεμάχιο κάθε χρόνο. Όσον αφορά στην λίπανση, χρησιμοποιείται ένας συνδυασμός οργανικών λιπασμάτων που ενισχύουν την υγεία του εδάφους που με τη σειρά του ενισχύει την υγεία των φυτών.
Το οινοποιείο είναι χτισμένο με πέτρες από τα γύρω βουνά, ενώ η αρχιτεκτονική του άρρηκτα δεμένη με το φυσικό τοπίο. Επιπλέον, χρησιμοποιεί μηχανήματα και εγκαταστάσεις τελευταίας τεχνολογίας, ενώ η κάβα φύλαξης διαχωρίζεται από το υπόλοιπο κελάρι, ώστε να έχει χαμηλή θερμοκρασία, αλλά λιγότερη υγρασία.
Ένα άλλο σημαντικό στοιχείο είναι η σχέση που έχει ο Χρόνης Ιερόπουλος με την τέχνη και αυτό φαίνεται από το ότι τις ετικέτες, τους τίτλους των κρασιών, καθώς και την καλλιτεχνική πινελιά του οινοποιείου είχε ο γνωστός ζωγράφος Σταθόπουλος Γιώργος.
H Κυδωνίτσα της Οικογένειας Ιερόπουλου είναι το τελευταίο κρασί που ήρθε να προστεθεί στην γκάμα των κρασιών του κτήματος. Η ανερχόμενη λευκή ποικιλία Κυδωνίτσα δίνει ένα υπέροχα δροσερό και τραγανό κρασί με έντονη ορυκτότητα, αρώματα από άγουρα εσπεριδοειδή, λευκά λουλούδια και βοτανικές νύξεις. Στο στόμα είναι ντελικάτο με υψηλή οξύτητα και επίγευση που το καθιστά ιδανικό ταίρι για θαλασσινούς μεζέδες αλλά και πλατώ τυριών.